- ἀξιομίμητος
- ἀξιο-μίμητος [pron. full] [ῑ], ον,A worthy of imitation, Ecphant. ap. Stob.4.7.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αξιομίμητος — η, ο (Α ἀξιομίμητος, ον) αυτός που αξίζει να τον μιμηθεί κανείς … Dictionary of Greek
αξιομίμητος — η, ο άξιος για μίμηση: Ο δάσκαλος βρήκε την πράξη του παιδιού αξιομίμητη και μίλησε γι αυτή στην πρωινή συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιομίμητον — ἀξιομί̱μητον , ἀξιομίμητος worthy of imitation masc/fem acc sg ἀξιομί̱μητον , ἀξιομίμητος worthy of imitation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
υποδειγματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, πρότυπος, τέλειος, ιδεώδης: Υποδειγματική διδασκαλία. 2. ο άξιος να χρησιμέψει ως υπόδειγμα, ο αξιομίμητος: Υποδειγματικοί τρόποι συμπεριφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)